παπατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παπατζής οι παπατζήδες
      γενική του παπατζή των παπατζήδων
    αιτιατική τον παπατζή τους παπατζήδες
     κλητική παπατζή παπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παπατζής < παπάς (παίγνιο απατεώνων) + -τζής

Ουσιαστικό

παπατζής αρσενικό

  1. πλανόδιος που παίζει το απατεωνίστικο παιχνίδι του παπά προκαλώντας τη συμμετοχή των περαστικών
  2. (μεταφορικά) ο απατεώνας, ο αγύρτης, το λαμόγιο, ο αφερέγγυος άνθρωπος

Συγγενικά

  • παπατζηλίκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.