παπαδολόι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παπαδολόι τα παπαδολόγια
      γενική του παπαδολογιού των παπαδολογιών
    αιτιατική το παπαδολόι τα παπαδολόγια
     κλητική παπαδολόι παπαδολόγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παπαδολόι < παπάδ(ες) + -ο- + -λόι

Ουσιαστικό

παπαδολόι ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.