παντούφλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παντούφλα | οι | παντούφλες |
| γενική | της | παντούφλας | — | |
| αιτιατική | την | παντούφλα | τις | παντούφλες |
| κλητική | παντούφλα | παντούφλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παντούφλα < παλαιά ιταλική pantufola με αποβολή του [o][1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /panˈdu.fla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ντού‐φλα
Μεταφράσεις
παντούφλα
|
Αναφορές
- παντούφλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.