παντοφλάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παντοφλάδικο τα παντοφλάδικα
      γενική του παντοφλάδικου των παντοφλάδικων
    αιτιατική το παντοφλάδικο τα παντοφλάδικα
     κλητική παντοφλάδικο παντοφλάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παντοφλάδικο < παντόφλ(α) + -άδικο

Ουσιαστικό

παντοφλάδικο και παντουφλάδικο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.