παντοκράτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| παντοκρκρᾰτωρ-, παντοκρκρᾰτορ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | παντοκράτωρ | οἱ | παντοκράτορες | ||||
| γενική | τοῦ | παντοκράτορος | τῶν | παντοκρατόρων | ||||
| δοτική | τῷ | παντοκράτορῐ | τοῖς | παντοκράτορσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | παντοκράτορᾰ | τοὺς | παντοκράτορᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | παντοκράτορ | παντοκράτορες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παντοκράτορε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | παντοκρατόροιν | ||||||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- παντοκράτωρ < παντο- + -κράτωρ
Πηγές
- παντοκράτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παντοκράτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.