παντογνώστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παντογνώστρια οι παντογνώστριες
      γενική της παντογνώστριας των παντογνωστριών
    αιτιατική την παντογνώστρια τις παντογνώστριες
     κλητική παντογνώστρια παντογνώστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παντογνώστρια < παντογνώστης + -τρια

Ουσιαστικό

παντογνώστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.