πανδοχεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πανδοχεῖον τὰ πανδοχεῖ
      γενική τοῦ πανδοχείου τῶν πανδοχείων
      δοτική τῷ πανδοχεί τοῖς πανδοχείοις
    αιτιατική τὸ πανδοχεῖον τὰ πανδοχεῖ
     κλητική ! πανδοχεῖον πανδοχεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πανδοχείω
γεν-δοτ τοῖν  πανδοχείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανδοχεῖον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πανδοκεῖον με την επίδραση θεμάτων με χι όπως στο δέχομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε παν- + δοχεῖον < δοκεῖον

Ουσιαστικό

πανδοχεῖον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.