παλκοσένικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παλκοσένικο | τα | παλκοσένικα |
| γενική | του | παλκοσένικου | των | παλκοσένικων |
| αιτιατική | το | παλκοσένικο | τα | παλκοσένικα |
| κλητική | παλκοσένικο | παλκοσένικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλκοσένικο < (άμεσο δάνειο) ιταλική palcoscenico
Ουσιαστικό
παλκοσένικο ουδέτερο
Μεταφράσεις
παλκοσένικο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.