παλιόρουχο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιόρουχο τα παλιόρουχα
      γενική του παλιόρουχου των παλιόρουχων
    αιτιατική το παλιόρουχο τα παλιόρουχα
     κλητική παλιόρουχο παλιόρουχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλιόρουχο < παλιό- + ρούχο

Ουσιαστικό

παλιόρουχο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.