παλιοπαρέα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλιοπαρέα | οι | παλιοπαρέες |
| γενική | της | παλιοπαρέας | — | |
| αιτιατική | την | παλιοπαρέα | τις | παλιοπαρέες |
| κλητική | παλιοπαρέα | παλιοπαρέες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
παλιοπαρέα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.