παλιατζούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλιατζούρα | οι | παλιατζούρες |
| γενική | της | παλιατζούρας | — | |
| αιτιατική | την | παλιατζούρα | τις | παλιατζούρες |
| κλητική | παλιατζούρα | παλιατζούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
παλιατζούρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.