παλιά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παλιά < παλιός

Επίρρημα

παλιά

  • σε άλλη, περασμένη εποχή

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παλιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παλιός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παλιός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.