παλαιοϊστολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλαιοϊστολογία | οι | παλαιοϊστολογίες |
| γενική | της | παλαιοϊστολογίας | των | παλαιοϊστολογιών |
| αιτιατική | την | παλαιοϊστολογία | τις | παλαιοϊστολογίες |
| κλητική | παλαιοϊστολογία | παλαιοϊστολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
παλαιοϊστολογία θηλυκό
- (αρχαιολογία) κλάδος της παλαιοντολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των απολιθωμένων ιστών, με την ιστολογική εξέταση των ευρημάτων από προϊστορικούς και αρχαίους σκελετούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.