παλαιοβιβλιοπωλείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παλαιοβιβλιοπωλείο | τα | παλαιοβιβλιοπωλεία |
| γενική | του | παλαιοβιβλιοπωλείου | των | παλαιοβιβλιοπωλείων |
| αιτιατική | το | παλαιοβιβλιοπωλείο | τα | παλαιοβιβλιοπωλεία |
| κλητική | παλαιοβιβλιοπωλείο | παλαιοβιβλιοπωλεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλαιοβιβλιοπωλείο < παλαιο- + βιβλιοπωλείο
Ουσιαστικό
παλαιοβιβλιοπωλείο ουδέτερο
- βιβλιοπωλείο στο οποίο πωλούνται παλαιά βιβλία, συχνά μεταχειρισμένα, αλλά και σπάνιες και δυσεύρετες εκδόσεις
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παλαιοβιβλιοπωλείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.