παιδότρωτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | παιδότρωτος | τὸ | παιδότρωτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | παιδοτρώτου | τοῦ | παιδοτρώτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | παιδοτρώτῳ | τῷ | παιδοτρώτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | παιδότρωτον | τὸ | παιδότρωτον | ||
| κλητική ὦ! | παιδότρωτε | παιδότρωτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | παιδότρωτοι | τὰ | παιδότρωτᾰ | ||
| γενική | τῶν | παιδοτρώτων | τῶν | παιδοτρώτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | παιδοτρώτοις | τοῖς | παιδοτρώτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | παιδοτρώτους | τὰ | παιδότρωτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | παιδότρωτοι | παιδότρωτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παιδοτρώτω | τὼ | παιδοτρώτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παιδοτρώτοιν | τοῖν | παιδοτρώτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- παιδότρωτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παιδότρωτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.