παθός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παθός οι παθοί
      γενική του παθού των παθών
    αιτιατική τον παθό τους παθούς
     κλητική παθέ παθοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παθός < αρχαία ελληνική παθών, μετοχή αορίστου β΄ του πάσχω

Ουσιαστικό

παθός αρσενικό

  1. αυτός που έπαθε κάτι και άρα έχει τη συγκεκριμένη εμπειρία
    μη μου τα λες εμένα, είμαι κι εγώ παθός και ξέρω

Εκφράσεις

  • ο παθός μαθός: αυτός που έπαθε κάτι, αποκόμισε τη σχετική εμπειρία και έμαθε από αυτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.