παγοκόφτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παγοκόφτης οι παγοκόφτες
      γενική του παγοκόφτη των παγοκοφτών
    αιτιατική τον παγοκόφτη τους παγοκόφτες
     κλητική παγοκόφτη παγοκόφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παγοκόφτης < πάγ(ος) + -ο- + κόφτης

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɣoˈko.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παγοκόφτης

Ουσιαστικό

παγοκόφτης αρσενικό και παγοκόπτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.