παγκότερμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγκότερμα τα παγκοτέρματα
      γενική του παγκοτέρματος των παγκοτερμάτων
    αιτιατική το παγκότερμα τα παγκοτέρματα
     κλητική παγκότερμα παγκοτέρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παγκότερμα < (ίσως) μεσαιωνική ελληνική πάγκος + τέρμα

Ουσιαστικό

παγκότερμα ουδέτερο

  • ανεπίσημο είδος ποδοσφαιρικού αγώνα στον οποίο δεν υπάρχει κανονικός τερματοφύλακας αλλά τα καθήκοντά του αναλαμβάνει περιστασιακά ένας προκαθορισμένος παίκτης όποτε βρίσκεται μέσα στη μεγάλη περιοχή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.