μπακότερμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπακότερμα | τα | μπακοτέρματα |
| γενική | του | μπακοτέρματος | των | μπακοτερμάτων |
| αιτιατική | το | μπακότερμα | τα | μπακοτέρματα |
| κλητική | μπακότερμα | μπακοτέρματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μπακότερμα ουδέτερο
- ανεπίσημο είδος ποδοσφαιρικού αγώνα στον οποίο δεν υπάρχει κανονικός τερματοφύλακας αλλά τα καθήκοντά του αναλαμβάνει περιστασιακά ένας προκαθορισμένος παίκτης όποτε βρίσκεται μέσα στη μεγάλη περιοχή
- ο παίκτης που εκτελεί παράλληλα και χρέη τερματοφύλακα στο προαναφερόμενο παιχνίδι
Μεταφράσεις
μπακότερμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.