παίρνω αέρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παίρνω αέρα <  δείτε τις λέξεις παίρνω και αέρας στην αιτιατική ενικού (στη σημασία: άνεση)

Έκφραση

παίρνω αέρα

  1. (μεταφορικά) αποκτώ μεγαλύτερη άνεση στη συμπεριφορά μου (φτάνοντας μέχρι και την αδιαφορία ή και την αγένεια προς τους άλλους)
    Από τότε που πήρε προαγωγή, πήρε πολύ αέρα και δεν υπολογίζει κανέναν.
     δείτε και τις εκφράσεις παίρνει το μυαλό μου αέρα, δίνω αέρα και κόβω τον αέρα
  2. κυριαρχώ σε διαπροσωπικές σχέσεις
    Του πήρε τον αέρα και τον κάνει πια ό,τι θέλει.
  3. αναπνέω καθαρό αέρα
    Άνοιξε τα παράθυρα να πάρουμε αέρα, πολύ καπνό έχει εδώ μέσα.
  4. ηρεμώ, παίρνω βαθιά αναπνοή
    Βγήκε έξω να πάρει αέρα γιατί ήταν πολύ εκνευρισμένος.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.