κόβω τον αέρα
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
κόβω τον αέρα
- (μεταφορικά) βάζω σε κάποιον όρια τον βάζω στη θέση του επειδή αποθρασύνθηκε
- ↪ Του 'κοψε τον αέρα γιατί είχε πια παράλογες απαιτήσεις.
Μεταφράσεις
κόβω τον αέρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.