παίρνω τον αέρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παίρνω τον αέρα <  δείτε τις λέξεις παίρνω, τον και αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας

Έκφραση

παίρνω τον αέρα

  • συνηθίζω και μαθαίνω μια ενέργεια ώστε να αποκτήσω επιδεξιότητα, εξοικειώνομαι με κάτι
    Κοίτα τι γρήγορα που κάνει ποδήλατο, πήρε τον αέρα του πια!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.