πάφυλας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάφυλας οι πάφυλες
      γενική του πάφυλα των παφύλων
    αιτιατική τον πάφυλα τους πάφυλες
     κλητική πάφυλα πάφυλες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάφυλας <  δείτε τη λέξη πάφιλας

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpa.fi.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάφυλας

Ουσιαστικό

πάφυλας αρσενικό

Αναφορές

  1. Αδαμάντιος Κοραής (1835), Άτακτα, Εν Παρισίοις, Εκ της τυπογραφίας Κ. Εβεράρτου, σελ. 284
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.