οἰάκισις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | οἰάκισις | αἱ | οἰακίσεις | ||||
| γενική | τῆς | οἰακίσεως | τῶν | οἰακίσεων | ||||
| δοτική | τῇ | οἰακίσει | ταῖς | οἰακίσεσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | οἰάκισιν | τὰς | οἰακίσεις | ||||
| κλητική ὦ! | οἰάκισι | οἰακίσεις | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- οἰάκισις < οἰακισμός + -σις < αρχαία ελληνική οἰακίζω < οἴαξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂iHseh₂
Ουσιαστικό
οἰάκισις θηλυκό κατά την αρχαία κλίση
- οιάκιση, οιακισμός του πηδαλίου
- (μεταφορικά) η διακυβέρνηση
- ※ 12ος αιώνας [γλώσσα λόγια, ελληνιστική] ⌘ Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις 305c
- τὴν ἐκείνης [της πόλεως] ἐγχειρίσαι αὐτῷ οἰάκισιν
- ※ 12ος αιώνας [γλώσσα λόγια, ελληνιστική] ⌘ Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις 305c
Συγγενικά
- οἰάκιον
- οἰάκισμα
- οἰακισμός
- οἰακιστέον
- οἰακιστικός
- οἰακονόμος
- οἰακοστροφέω
- οἰακοστροφικός
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- οἰάκισις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.