οφιοφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οφιοφαγία οι οφιοφαγίες
      γενική της οφιοφαγίας των οφιοφαγιών
    αιτιατική την οφιοφαγία τις οφιοφαγίες
     κλητική οφιοφαγία οφιοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οφιοφαγία < όφι(ς) + -ο- + -φαγία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

οφιοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

Συγγενικά

  • οφιοφάγος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.