ουρανιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ουρανιστής | οι | ουρανιστές |
| γενική | του | ουρανιστή | των | ουρανιστών |
| αιτιατική | τον | ουρανιστή | τους | ουρανιστές |
| κλητική | ουρανιστή | ουρανιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ουρανιστής αρσενικό
- (παρωχημένο, σπάνιο) ομοφυλόφιλος (όρος του τέλους του 19ου / αρχών του 20ου αιώνα)
- ※ Για τον Ulrichs οι ουρανιστές στερούνταν κάποιες από τις αντρικές ιδιότητες και πίστευε ότι αποτελούσαν ένα τρίτο φύλο (Αγγελική Αβραμίδου, Επιστημονικές και πολιτισμικές κατασκευές της ομοφυλοφιλίας στο πλαίσιο της Ναζιστικής Ιατρικής: Ευγονισμός, Κοινωνική Υγιεινή, Ιατρικοποίηση Ομοφυλοφιλίας, πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2004, σελ. 24 )
- ※ Ο Τσακίρης παραθέτει τις διαφορετικές ονομασίες που χρησιμοποιούνται για τους ομοφυλόφιλους: παιδεραστής, σοδομιστής, φιλομόφυλος, ουρανιστής (σ. 320-323). (Ιστορίες για τη σεξουαλικότητα, Εκδ. Θεμέλιο, 2020) Σημείωση του συντάκτη: Το παράθεμα δίνεται ως έχει, αν και ο πρώτος όρος κακώς περιλαμβάνεται στις διαφορετικές ονομασίες
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.