ουζομεζές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ουζομεζές | οι | ουζομεζέδες |
| γενική | του | ουζομεζέ | των | ουζομεζέδων |
| αιτιατική | τον | ουζομεζέ | τους | ουζομεζέδες |
| κλητική | ουζομεζέ | ουζομεζέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ουζομεζές
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.