οστεοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οστεοπάθεια | οι | οστεοπάθειες |
| γενική | της | οστεοπάθειας | των | οστεοπαθειών |
| αιτιατική | την | οστεοπάθεια | τις | οστεοπάθειες |
| κλητική | οστεοπάθεια | οστεοπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
οστεοπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) πάθηση των οστών
- ※ Η διάλεξη ήταν στα πλαίσια της στρογγυλής τράπεζας με θέμα «Οστεοπάθεια στη χρόνια νεφρική νόσο και τη μεταμόσχευση νεφρού» (Νεφρολογικό Συμπόσιο Κεντρικής Ελλάδας, 2013)
Μεταφράσεις
οστεοπάθεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.