οστεαλγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεαλγία οι οστεαλγίες
      γενική της οστεαλγίας των οστεαλγιών
    αιτιατική την οστεαλγία τις οστεαλγίες
     κλητική οστεαλγία οστεαλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οστεαλγία < οστούν (κόκκαλο) + -αλγία (πόνος)

Ουσιαστικό

οστεαλγία θηλυκό

  • (ιατρική) βαθύς πόνος των οστών

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.