ορυζοκαλλιέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορυζοκαλλιέργεια οι ορυζοκαλλιέργειες
      γενική της ορυζοκαλλιέργειας των ορυζοκαλλιεργειών
    αιτιατική την ορυζοκαλλιέργεια τις ορυζοκαλλιέργειες
     κλητική ορυζοκαλλιέργεια ορυζοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορυζοκαλλιέργεια < όρυζα + καλλιέργεια
ορυζοκαλλιέργεια στο Μπουτάν

Ουσιαστικό

ορυζοκαλλιέργεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.