ορυζοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορυζοκαλλιέργεια | οι | ορυζοκαλλιέργειες |
| γενική | της | ορυζοκαλλιέργειας | των | ορυζοκαλλιεργειών |
| αιτιατική | την | ορυζοκαλλιέργεια | τις | ορυζοκαλλιέργειες |
| κλητική | ορυζοκαλλιέργεια | ορυζοκαλλιέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
