ορυζάμυλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ορυζάμυλο | τα | ορυζάμυλα |
| γενική | του | ορυζάμυλου | των | ορυζάμυλων |
| αιτιατική | το | ορυζάμυλο | τα | ορυζάμυλα |
| κλητική | ορυζάμυλο | ορυζάμυλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ορυζάμυλο ουδέτερο
- (τεχνολογία τροφίμων) άμυλο το οποίο λαμβάνουμε από το ρύζι με κατάλληλη κατεργασία
Μεταφράσεις
ορυζάμυλο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.