οροφοδιαμέρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οροφοδιαμέρισμα τα οροφοδιαμερίσματα
      γενική του οροφοδιαμερίσματος των οροφοδιαμερισμάτων
    αιτιατική το οροφοδιαμέρισμα τα οροφοδιαμερίσματα
     κλητική οροφοδιαμέρισμα οροφοδιαμερίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οροφοδιαμέρισμα < όροφος + διαμέρισμα

Ουσιαστικό

οροφοδιαμέρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.