οργανοθεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οργανοθεραπεία οι οργανοθεραπείες
      γενική της οργανοθεραπείας των οργανοθεραπειών
    αιτιατική την οργανοθεραπεία τις οργανοθεραπείες
     κλητική οργανοθεραπεία οργανοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οργανοθεραπεία < όργανο + -θεραπεία

Ουσιαστικό

οργανοθεραπεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.