οποτεδήποτε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οποτεδήποτε < αρχαία ελληνική φράση ὁπότε δή (ὁπότε, δή) + ποτέ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική whenever)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /o.op.teˈði.po.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οποτεδήποτε

Επίρρημα

οποτεδήποτε (χρονικό επίρρημα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.