-δήποτε
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -δήποτε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -δήποτε [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.po.te/
Επίθημα
-δήποτε
- άκλιτο παραγωγικό επίθημα που προστίθεται σε όλα τα γένη τις πτώσεις και τους αριθμούς αντίστοιχων αντωνυμιών και επιρρημάτων δημιουργώντας αναφορικές αντωνυμίες και επιρρήματα με αόριστη σημασία
- οποιοσδήποτε / οποιουδήποτε / οποιονδήποτε / οποιοιδήποτε / οποιουσδήποτε
- οπουδήποτε
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -δήποτε στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- -δήποτε - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- -δήποτε < δήποτε (κάποτε) < δή + ποτέ
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -δήποτε στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -δήποτε @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- μηδέποτε
- οὐδέποτε
Πηγές
- → δείτε τη λέξη δήποτε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.