ονοματομανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ονοματομανία | οι | ονοματομανίες |
| γενική | της | ονοματομανίας | των | ονοματομανιών |
| αιτιατική | την | ονοματομανία | τις | ονοματομανίες |
| κλητική | ονοματομανία | ονοματομανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ονοματομανία < ονόματ(ος) + -ο- + -μανία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ονοματομανία θηλυκό
- (ψυχολογία, παρωχημένο) μανία συνεχούς αναφοράς ονομάτων ή λέξεων
Μεταφράσεις
ονοματομανία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.