ονειρομαντική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ονειρομαντική | οι | ονειρομαντικές |
| γενική | της | ονειρομαντικής | των | ονειρομαντικών |
| αιτιατική | την | ονειρομαντική | τις | ονειρομαντικές |
| κλητική | ονειρομαντική | ονειρομαντικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ονειρομαντική < αρχαία ελληνική ὀνειρόμαντις + ική
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ονειρομαντική
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.