ομπρελάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομπρελάς οι ομπρελάδες
      γενική του ομπρελά των ομπρελάδων
    αιτιατική τον ομπρελά τους ομπρελάδες
     κλητική ομπρελά ομπρελάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ομπρελάς την ώρα της δουλειάς

Ετυμολογία

ομπρελάς < ομπρέλ(α) + -άς

Προφορά

ΔΦΑ : /om.bɾeˈlas/

Ουσιαστικό

ομπρελάς αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.