οικουμενισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικουμενισμός οι οικουμενισμοί
      γενική του οικουμενισμού των οικουμενισμών
    αιτιατική τον οικουμενισμό τους οικουμενισμούς
     κλητική οικουμενισμέ οικουμενισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικουμενισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική œcuménisme < (ελληνιστική κοινή) οἰκουμενικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ku.me.niˈzmos/

Ουσιαστικό

οικουμενισμός αρσενικό

  • το ιδεολογικό ρεύμα που επιθυμεί την επανένωση των χριστιανικών εκκλησιών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.