οικουμενική κυβέρνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικουμενική κυβέρνηση οι οικουμενικές κυβερνήσεις
      γενική της οικουμενικής κυβέρνησης
οικουμενικής κυβερνήσεως*
των οικουμενικών κυβερνήσεων
    αιτιατική την οικουμενική κυβέρνηση τις οικουμενικές κυβερνήσεις
     κλητική οικουμενική κυβέρνηση οικουμενικές κυβερνήσεις
* λόγιος, παρωχημένος τύπος
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικουμενική κυβέρνηση <  δείτε τις λέξεις οικουμενικός και κυβέρνηση Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Πολυλεκτικός όρος

οικουμενική κυβέρνηση θηλυκό

  • (πολιτική) η κυβέρνηση που συγκροτείται με τη συναίνεση και τη συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων της Βουλής και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων της χώρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.