οικονομολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οικονομολογία | οι | οικονομολογίες |
| γενική | της | οικονομολογίας | των | οικονομολογιών |
| αιτιατική | την | οικονομολογία | τις | οικονομολογίες |
| κλητική | οικονομολογία | οικονομολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
οικονομολογία θηλυκό
- μελέτη του τομέα των οικονομικών
Μεταφράσεις
οικονομολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.