οδοντόγναθο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οδοντόγναθο τα οδοντόγναθα
      γενική του οδοντόγναθου των οδοντόγναθων
    αιτιατική το οδοντόγναθο τα οδοντόγναθα
     κλητική οδοντόγναθο οδοντόγναθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδοντόγναθο < οδοντό- + γνάθ(ος) + -ο, ενικός του Οδοντόγναθα < (μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική Odonata)

Ουσιαστικό

οδοντόγναθο ουδέτερο

  • (εντομολογία) που ανήκει στα Οδοντόγναθα (Odonata), τάξη στην ομοταξία των εντόμων, που περιλαμβάνει 6.000 περίπου είδη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.