οδοιπορικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οδοιπορικό | τα | οδοιπορικά |
| γενική | του | οδοιπορικού | των | οδοιπορικών |
| αιτιατική | το | οδοιπορικό | τα | οδοιπορικά |
| κλητική | οδοιπορικό | οδοιπορικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οδοιπορικό < (ελληνιστική κοινή) ὁδοιπορικός
Ουσιαστικό
οδοιπορικό ουδέτερο
- γραπτή περιγραφή ή τηλεοπτική καταγραφή και παρουσίαση ενός ταξιδιού
- ο πληθυντικός ως ουσιαστικό, τα οδοιπορικά, σημαίνει την αμοιβή για τα έξοδα που κάνει ένας δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος στη διάρκεια ταξιδιού εκτός έδρας ή γενικά για τις επαγγελματικές μετακινήσεις του
Κλιτικός τύπος επιθέτου
οδοιπορικό
- αιτιατική ενικού του οδοιπορικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του οδοιπορικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.