οίκηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οίκηση οι οικήσεις
      γενική της οίκησης* των οικήσεων
    αιτιατική την οίκηση τις οικήσεις
     κλητική οίκηση οικήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οικήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οίκηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

οίκηση θηλυκό

  1. (λόγιο) η αποίκηση
  2. πρόκειται για εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ένα ακίνητο το οποίο επιτρέπει στον δικαιούχο τη χρήση του, αλλά όχι την εκμετάλλευσή του
    οι αφοί «Τάδε» έχουν δικαίωμα οίκησης της γκαρσονιέρας, αλλά ουδόλως δύνανται να την αξιοποιήσουν ως αποθηκευτικό χώρο για τις ανάγκες της εταιρείας «Δείνα»

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.