οίκηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οίκηση | οι | οικήσεις |
| γενική | της | οίκησης* | των | οικήσεων |
| αιτιατική | την | οίκηση | τις | οικήσεις |
| κλητική | οίκηση | οικήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, οικήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οίκηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
οίκηση θηλυκό
- (λόγιο) η αποίκηση
- πρόκειται για εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ένα ακίνητο το οποίο επιτρέπει στον δικαιούχο τη χρήση του, αλλά όχι την εκμετάλλευσή του
- οι αφοί «Τάδε» έχουν δικαίωμα οίκησης της γκαρσονιέρας, αλλά ουδόλως δύνανται να την αξιοποιήσουν ως αποθηκευτικό χώρο για τις ανάγκες της εταιρείας «Δείνα»
Μεταφράσεις
οίκηση
|
→ δείτε τη λέξη αποίκηση |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.