ξόβεργο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξόβεργο | τα | ξόβεργα |
| γενική | του | ξόβεργου | των | ξόβεργων |
| αιτιατική | το | ξόβεργο | τα | ξόβεργα |
| κλητική | ξόβεργο | ξόβεργα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξόβεργο < μεσαιωνική ελληνική ιξόβεργον < ιξός + βέργα
Ουσιαστικό
ξόβεργο ουδέτερο
- άλλη μορφή του ξόβεργα
- Φέτο το καλοκαιράκι / κυνηγούσα ’να πουλάκι. (...) κι έστησα τα ξόβεργά μου / κι ήρθε το πουλί κοντά μου. (Δημοτικό, Φέτο το καλοκαιράκι)
Μεταφράσεις
ξόβεργο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.