ξυλόσφυρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξυλόσφυρα οι ξυλόσφυρες
      γενική της ξυλόσφυρας των ξυλοσφυρών
    αιτιατική την ξυλόσφυρα τις ξυλόσφυρες
     κλητική ξυλόσφυρα ξυλόσφυρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ξυλόσφυρα θηλυκό

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.