ξεψύχισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεψύχισμα τα ξεψυχίσματα
      γενική του ξεψυχίσματος των ξεψυχισμάτων
    αιτιατική το ξεψύχισμα τα ξεψυχίσματα
     κλητική ξεψύχισμα ξεψυχίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεψύχισμα < ξεψυχώ

Ουσιαστικό

ξεψύχισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  1. οι τελευταίες στιγμές πριν από το θάνατο
  2. η φάση της φθοράς σε ιδέες, επιχειρήσεις, φυσικά φαινόμενα
    το ξεψύχισμα του μεσαίωνα, του εμπορίου, της καταιγίδας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.