ξεψύχισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεψύχισμα | τα | ξεψυχίσματα |
| γενική | του | ξεψυχίσματος | των | ξεψυχισμάτων |
| αιτιατική | το | ξεψύχισμα | τα | ξεψυχίσματα |
| κλητική | ξεψύχισμα | ξεψυχίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεψύχισμα < ξεψυχώ
Ουσιαστικό
ξεψύχισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- οι τελευταίες στιγμές πριν από το θάνατο
- η φάση της φθοράς σε ιδέες, επιχειρήσεις, φυσικά φαινόμενα
- το ξεψύχισμα του μεσαίωνα, του εμπορίου, της καταιγίδας
Μεταφράσεις
ξεψύχισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.