ξεχειμωνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεχειμωνιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεχειμωνιάζω / ἐξηχειμωνιάζω / ξηχειμωνιάζω. Μορφολογικά αναλύεται σε ἐκ (ξε-)+ χειμών(ας) + -ιάζω [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.çi.moˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐χει‐μω‐νιά‐ζω
Ρήμα
ξεχειμωνιάζω, αόρ.: ξεχειμώνιασα (χωρίς παθητική φωνή)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεχειμωνιάζω | ξεχειμώνιαζα | θα ξεχειμωνιάζω | να ξεχειμωνιάζω | ξεχειμωνιάζοντας | |
| β' ενικ. | ξεχειμωνιάζεις | ξεχειμώνιαζες | θα ξεχειμωνιάζεις | να ξεχειμωνιάζεις | ξεχειμώνιαζε | |
| γ' ενικ. | ξεχειμωνιάζει | ξεχειμώνιαζε | θα ξεχειμωνιάζει | να ξεχειμωνιάζει | ||
| α' πληθ. | ξεχειμωνιάζουμε | ξεχειμωνιάζαμε | θα ξεχειμωνιάζουμε | να ξεχειμωνιάζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεχειμωνιάζετε | ξεχειμωνιάζατε | θα ξεχειμωνιάζετε | να ξεχειμωνιάζετε | ξεχειμωνιάζετε | |
| γ' πληθ. | ξεχειμωνιάζουν(ε) | ξεχειμώνιαζαν ξεχειμωνιάζαν(ε) |
θα ξεχειμωνιάζουν(ε) | να ξεχειμωνιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεχειμώνιασα | θα ξεχειμωνιάσω | να ξεχειμωνιάσω | ξεχειμωνιάσει | ||
| β' ενικ. | ξεχειμώνιασες | θα ξεχειμωνιάσεις | να ξεχειμωνιάσεις | ξεχειμώνιασε | ||
| γ' ενικ. | ξεχειμώνιασε | θα ξεχειμωνιάσει | να ξεχειμωνιάσει | |||
| α' πληθ. | ξεχειμωνιάσαμε | θα ξεχειμωνιάσουμε | να ξεχειμωνιάσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεχειμωνιάσατε | θα ξεχειμωνιάσετε | να ξεχειμωνιάσετε | ξεχειμωνιάστε | ||
| γ' πληθ. | ξεχειμώνιασαν ξεχειμωνιάσαν(ε) |
θα ξεχειμωνιάσουν(ε) | να ξεχειμωνιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεχειμωνιάσει | είχα ξεχειμωνιάσει | θα έχω ξεχειμωνιάσει | να έχω ξεχειμωνιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεχειμωνιάσει | είχες ξεχειμωνιάσει | θα έχεις ξεχειμωνιάσει | να έχεις ξεχειμωνιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεχειμωνιάσει | είχε ξεχειμωνιάσει | θα έχει ξεχειμωνιάσει | να έχει ξεχειμωνιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεχειμωνιάσει | είχαμε ξεχειμωνιάσει | θα έχουμε ξεχειμωνιάσει | να έχουμε ξεχειμωνιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεχειμωνιάσει | είχατε ξεχειμωνιάσει | θα έχετε ξεχειμωνιάσει | να έχετε ξεχειμωνιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεχειμωνιάσει | είχαν ξεχειμωνιάσει | θα έχουν ξεχειμωνιάσει | να έχουν ξεχειμωνιάσει |
| |
Μεταφράσεις
ξεχειμωνιάζω
|
Αναφορές
- ξεχειμωνιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.