ξεφουσκώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεφουσκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεφουσκώνω

Ρήμα

ξεφουσκώνομαι

  • (για μπαλόνια, μπάλες, ελαστικά αυτοκινήτων και διάφορα άλλα φουσκωτά παιχνίδια) χάνω τον αέρα που έχω στο εσωτερικό μου

Κλίση

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.