ξεσπίτωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεσπίτωμα | τα | ξεσπιτώματα |
| γενική | του | ξεσπιτώματος | των | ξεσπιτωμάτων |
| αιτιατική | το | ξεσπίτωμα | τα | ξεσπιτώματα |
| κλητική | ξεσπίτωμα | ξεσπιτώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεσπίτωμα < ξεσπιτώνω
Ουσιαστικό
ξεσπίτωμα ουδέτερο
- η στέρηση της κατοικίας σε άτομο ή οικογένεια, ο εξαναγκασμός του να απομακρυνθεί από την εστία του
Μεταφράσεις
ξεσπίτωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.