ξεσπίτωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσπίτωμα τα ξεσπιτώματα
      γενική του ξεσπιτώματος των ξεσπιτωμάτων
    αιτιατική το ξεσπίτωμα τα ξεσπιτώματα
     κλητική ξεσπίτωμα ξεσπιτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεσπίτωμα < ξεσπιτώνω

Ουσιαστικό

ξεσπίτωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.